Το είδωλο είναι μια εικόνα, ένα πραγματικό ή και φανταστικό σύμβολο που η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου το μετατρέπει σε αντικείμενο ένθερμης αφοσίωσης.
Απαντάται πιο συχνά στις νεαρές ηλικίες, όταν οι ψυχές είναι αγνές και τα όνειρά μας ανέξοδα.
Ενέχει στοιχεία ευλάβειας, αγάπης και λατρείας και περιλαμβάνει κάποια είδη εθιμοτυπίας και διάφορα τελετουργικά συνήθως πολύ προσωπικού χαρακτήρα.
Οι περισσότεροι περάσαμε από αυτή τη διαδικασία, όλοι είχαμε έναν ντροπαλό φίλο ή φίλη στην εφηβεία που λάτρευε κάποιον τραγουδιστή, ηθοποιό, αθλητή.
Που έβλεπε όλες τις ταινίες του με μανία, που αντέγραφε το στυλ του, έκοβε αποκόμματα και κολλούσε αφίσες στο δωμάτιό του, προσπαθούσε συνειδητά και ασυνείδητα να του μοιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η λατρεία του ειδώλου πάντοτε θα είναι μια επιφανειακή ταυτοποίηση, θα στηρίζεται σε άλματα λογικής, στη μίμηση και την απομίμηση, πάνω απ’ όλα στην αγνότητα.
Σκεφτείτε πόσες φορές έχουμε χτίσει τη δική μας ιστορία ακούγοντας απλώς ένα τραγούδι, πόσες φορές ειδικά εκείνα τα χρόνια, τα αγνά και παιδικά, κάναμε όνειρα κοιτώντας το ταβάνι.
Είτε για να κερδίσουμε το κορίτσι είτε για να ταξιδέψουμε σε αυτό που εύστοχα ο Καστοριάδης αναφέρει ως «φαντασιακή θέσμιση».
Στην αρχή ο σούπερ ήρωας, μετά η ταύτιση με το είδωλο, το κυνήγι των ονείρων και της επιτυχίας.
Ο καθένας με το soundtrack της ζωής του, με τα δίκια και τα άδικα να τον «πνίγουν» ή να τον απελευθερώνουν, με έναν αόρατο προτζέκτορα να προβάλλει την ταινία της ζωής του, όπως την φαντάστηκε ειδυλλιακά.
Ο αθλητισμός, τα σπορ, έχουν προσφέρει πραγματικά άπειρα ερεθίσματα στην ανθρώπινη φαντασία.
Μας χαρίζουν μια κατεξοχήν δύναμη να φανταζόμαστε τον κόσμο, να τον επινοούμε μέσα από μια ατέλειωτη ποικιλία μορφών που φανταζόμαστε και συνιστούν το «νέο», το «σούπερ ηρωικό», την αλλοίωση ή την εξιδανίκευση της πραγματικότητας.
Με λίγα λόγια, μας δίνουν τη δυνατότητα να αισθανόμαστε και να γινόμαστε καλύτεροι.
Τα ανομολόγητα όνειρα του καθενός, «ο ήρωας του τελευταίου κρίσιμου σουτ», ο σκόρερ του τελευταίου νικητήριου γκολ, ο παγκόσμιος πρωταθλητής.
Το σενάριο συνήθως δεν μας πηγαίνει απ’ ευθείας στο τελικό αποτέλεσμα, προηγείται η διαδικασία του δράματος πριν την κορύφωση.
Η πάλη και οι μικρές νίκες που καταλήγουν στο θρίαμβο.
Ειδικά οι μεγαλύτεροι, εκείνοι που μεγαλώσαμε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και δεν είχαμε απλόχερα ούτε την πληροφορία ούτε το βομβαρδισμό με γεγονότα που ισούνται με ερεθίσματα, χωρίς τα είδωλα δεν θα μπορούσαμε ποτέ να επιβιώσουμε στους φρενήρεις ρυθμούς του σήμερα.
Και συν τω χρόνω, η πορεία της ζωής κάποιους τους μετέτρεψε από ειδωλολάτρες σε είδωλα, από παιδιά που ονειρεύονταν με τα μάτια ανοικτά, σε πρότυπα, στα νέα είδωλα της νέας εποχής.
Είναι πολύ συχνό το ερώτημα στους αθλητές για τα είδωλά τους πριν γίνουν αυτό που είναι σήμερα. Ποιον θαύμαζαν, από ποιον εμπνεύστηκαν, ποιον είχαν πρότυπο προκειμένου να μπουν στη διαδικασία στέρησης και αυτού του αθέατου διαρκούς αγώνα με τον εαυτό και τους πειρασμούς.
Δεν είναι απαραίτητο ότι ο θαυμασμός θα σε φέρει στο ίδιο μονοπάτι με το είδωλο, απεναντίας είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που το παιδί, ο έφηβος κατορθώνει να κάνει την ίδια ή παρόμοια διαδρομή. Όταν συμβαίνει, ωστόσο, είναι μιας ύψιστης μορφής αποζημίωση για εκείνα τα χρόνια.
Η συνειδητοποίηση του χαμού εκείνης της γλυκιάς συστολής είναι σκληρή, τις σπάνιες φορές όμως που ο αθλητής αποφασίζει να ψάξει στα «κουτάκια του» και μας χαρίζει ένα ψήγμα από εκείνον το μακρινό εαυτό, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό.
Πέντε πολύ μεγάλοι ποδοσφαιριστές του σήμερα το τόλμησαν και με τον τρόπο τους «επέστρεψαν» στην εποχή της συστολής, βοηθώντας μας να καταλάβουμε πώς είναι το συναίσθημα και όταν τα καταφέρνεις και όχι μόνο όταν το κρατάς καλά φυλαγμένο μέσα σου.
1. Αντουάν Γκρεζμάν και Ντέιβιντ Μπέκαμ
«Δεν του έχω μιλήσει ποτέ, θα ήθελα πραγματικά να τον γνωρίσω και να μιλήσουμε κάποια στιγμή», είπε ο Αντουάν Γκρεζμάν, λίγες μέρες μετά τον χαμένο τελικό του Euro το 2016.
Ο Αντουάν ήταν πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης, μόλις είχε αγωνιστεί σε έναν τελικό, στον οποίο ο Άγγλος δεν έφτασε ποτέ.
Κι όμως, στην ψυχή του Αντουάν, ο Ντέιβιντ ήταν πάντα το είδωλο, το μοντέλο, το πρότυπο.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Γκρεζμάν καθιερώθηκε παγκοσμίως, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, πήρε τη μεταγραφή στη μεγάλη Μπαρσελόνα, άκουσε το ίδιο το είδωλο των παιδικών του χρόνων να λέει «Τον λατρεύω, είναι ένας από τους καλύτερους του καιρού μας».
Ο Γκρεζμάν χαμηλώνει το βλέμμα σαν σχολιαρόπαιδο, αναφέρει ότι φορούσε από μικρός το 7 στη φανέλα κι ας μην ήταν ο αγαπημένος του αριθμός κι ας μην είχαν ποτέ σχέση τα ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά του με τον μεγάλο Μπέκαμ. Δεν έχει σημασία, γιατί οι ρίζες αυτής της άτυπης σχέσης είναι παιδικές, έρχονται από πολύ πίσω.
«Απ’ όλους τους παλιούς, είναι ο μοναδικός που ονειρεύομαι ακόμα και ήθελα να έχω συμπαίκτη».
Διαβάζεις στα μάτια του ότι το λέει με παιδική αφέλεια, δεν τον νοιάζει που ο Μπέκαμ ήταν δεξιοπόδαρος (σ.σ. ο Γκρεζμάν είναι αριστεροπόδαρος) έπαιζε σε άλλη θέση, είχε εντελώς διαφορετική πορεία.
Είναι ο θαυμασμός για την κλάση, για το χάρισμα της διαχείρισης της καριέρας, κυρίως για το γεγονός ότι ο Ντέιβιντ Μπέκαμ ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που «έσπασε τον τέταρτο τοίχο» και εισέβαλε στα σπίτια και στις οθόνες όλων μας χωρίς απαραίτητα να μας αφορά το ποδόσφαιρο.
«Το 2012 στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα μπροστά στην τηλεόραση. Ο Ντέιβιντ είχε φτάσει στην τελετή με σκάφος. Ακόμα και μέσα στο σκάφος τα μαλλιά του δεν κουνήθηκαν χιλιοστό. Είχε προβλέψει ακόμα και τον αέρα. Για μένα είναι η προσωποποίηση της τελειότητας».
Στο χορτάρι ο Γάλλος επιλέγει μακρυμάνικες φανέλες «για να του μοιάσει». Το μεγαλύτερο μέρος του θαυμασμού έχει να κάνει με τη διαχείριση της εικόνας, ο Γκρεζμάν θεωρεί αδιανόητη την αισθητική του ειδώλου του.
«Φιλοδοξώ κάποια μέρα να γίνω σαν αυτόν. Να νιώθω άνετα με τον εαυτό μου, να κερδίσω τρόπαια στο γήπεδο, αλλά να τραβάω και την προσοχή των γύρω μου με την προσωπικότητά μου. Είναι μοναδικός, είναι ο πρώτος που έκανε brand τον εαυτό του, εγώ δεν έχω καταφέρει τίποτα».
Με τη λήξη του συμβολαίου με τη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Μπέκαμ είχε πάρει μια πολύ δύσκολη απόφαση.
Στα 32 του αποχώρησε από την Ευρώπη και «το ποδόσφαιρο που μετράει», επιλέγοντας να παίξει στις ΗΠΑ και τους L.A. Galaxy. Η συγκεκριμένη απόφαση αντιμετωπίστηκε τουλάχιστον επικριτικά από τους περισσότερους ειδικούς.
Θυμάμαι τον Καλντερόν να δηλώνει στην κάμερα ότι η επιλογή είναι κάτι σαν αυτοταπείνωση, ότι ο Μπέκαμ δεν είναι ποδοσφαιριστής, αλλά ένας wannabe celebrity τρίτης κατηγορίας στο Χόλιγουντ. Εκείνον τον Ιανουάριο του 2007, με απόφαση της διοίκησης της Ρεάλ, «έθεσε εαυτόν εκτός ομάδας».
Μέχρι το τέλος εκείνης της σεζόν, στο κλείσιμο του μεγάλου κύκλου της καριέρας του σε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Ρεάλ Μαδρίτης, ο «πολύς» Μπέκαμ σημείωσε μόνο ένα γκολ. Το τελευταίο του. Ήταν στο Anoeta, σε ένα παιχνίδι εναντίον της Ρεάλ Σοσιεδάδ. Στις ακαδημίες των Βάσκων εκείνη την εποχή υπήρχε ένα 16χρονο παιδί που στα 13 του είχε εγκαταλείψει τη Βουργουνδία και είχε μετακομίσει εσώκλειστος στη Βασκονία κυνηγώντας το όνειρό του. Ήταν μακριά από τους γονείς του, δυσκολευόταν να μάθει αυτήν την πολύ δύσκολη γλώσσα, δεν είχε φίλους. Αυτό το παιδί ήταν ο Αντουάν Γκρεζμάν.
Περίπου στην ίδια ηλικία, ο Ντέβιντ Μπέκαμ είχε αφήσει πίσω το London borough, τους γονείς και τους φίλους για να ενταχθεί στις ακαδημίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Η ζωή είναι περίεργη, κάνει πολλές φορές παιχνίδια και «τακτοποιεί» παιδικά όνειρα σε ανύποπτες στιγμές.
Ο Αντουάν Γκρεζμάν, το καλοκαίρι του 2018, σε μια μεγάλη του συνέντευξη στην L’Equipe, δήλωσε ότι θα ήθελε να κλείσει την καριέρα του στις ΗΠΑ.
«Αν με θέλει ο Μπέκαμ, θα ήθελα να παίξω γι’ αυτόν», ήταν τα ακριβή λόγια του.
Λίγους μήνες μετά με αφορμή τη γένεση του πρότζεκτ Inter Miami CF, ο Μπέκαμ έκανε ένα από τα συνήθη promo ποστ στο λογαριασμό του στο Instagram.
Ο Γκρεζμάν σχολίασε με παδικό τρόπο, με αυτά τα εμότικον που βγάζουν τον κόσμο από τη δύσκολη θέση όταν δεν μπορεί να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του. Ένα χέρι με ένα στιλό και η φατσούλα με τα σκούρα γυαλιά ηλίου που υποδηλώνει «νόημα».
Ο Μπεκς είναι πολύ πιο ψημένος και δεν έχασε την ευκαιρία: tag, quote και τέσσερις λέξεις: when you are ready. Έβαλε κι ένα εμότικον. Κι αυτός εκείνο με τα μαύρα γυαλιά.
Όχι τίποτ’ άλλο, δεν ήθελε να πληγώσει το νεαρό θαυμαστή.
2. Έρλινγκ Χάλαντ και Μιγκέλ Πέρεζ Κουέστα
Στις 20 Μαΐου του 2017, στο Πριγκιπάτο των Αστουριών στη βόρεια Ισπανία, ο Μιγκέλ Πέρεζ Κουέστα, κατά κόσμον «Michu», δίνει την τελευταία του παράσταση στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και μεγαλούργησε.
Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, ο Έρλινγκ Μπράαουτ Χάλαντ, πριν ακόμα συμπληρώσει τα 17 του χρόνια, ντεμπουτάρει στην Eliteserien της πατρίδας του, σε μια κωμόπολη που ονομάζεται Sarpsborg.
Τα μονοπάτια των δυο είχαν διασταυρωθεί πολλά χρόνια νωρίτερα, στην παρθένα γη του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Χάλαντ και έπαιζε ποδόσφαιρο ο «Michu».
Ο μικρός ήταν ο γιος του τίμιου αμυντικού Αλφ Ίνγκε Χάλαντ και ο Ισπανός το αναπάντεχο αστέρι της Σουόνσι που με τις εμφανίσεις του πέρασε το κατώφλι της εθνικής Ισπανίας.
Ο μικρός Έρλινγκ θαμπωμένος έπαιρνε το μαρκαδόρο και έγραφε «Michu» στο πλάι των παπουτσιών του, έπρηζε τον πατέρα του να γνωρίσει το είδωλό του.
Μεγαλώνοντας, τον τάγκαρε στο προφίλ του στο Instagram επιζητούσε την προσοχή του, μια αντίδραση. Το κάνει ακόμα και σήμερα, είναι πραγματικά υπέροχο.
Τι κι αν ο «Michu» είναι πια στην αντιπέρα όχθη, έχει διαβεί το μελαγχολικό τέλος της καριέρας του και απασχολείται με μια συμβατική δουλειά τεχνικού διευθυντή στο Burgos.
Τα παιδικά είδωλα δεν σβήνουν ποτέ, η λάμψη τους είναι πάντα εκεί, δεν δύει ούτε όταν έρχεται το αθλητικό τέλος. Η πίστη και το θάμβος είναι από τα πιο επίμονα συναισθήματα για ένα παιδί.
Είναι εντυπωσιακό που ένα παιδί-θαύμα όπως ο Χάλαντ, ένας ποδοσφαιριστής που έχει κάνει όλον τον κόσμο να μιλά για εκείνον, έχει σαν είδωλο ένα ποδοσφαιριστή που έκανε καριέρα αργά και εγκατέλειψε την ενεργό δράση μόλις στα 31 του. Όταν ο «Michu» είχε την ηλικία του Έρλινγκ, έπαιζε ποδόσφαιρο στη Segunda B, στην τρίτη τη τάξει κατηγορία της Ισπανίας.
Είναι απορίας άξιο τί είδε, τί ξεχώρισε ο νεαρός Έρλινγκ στο είδωλό του. Δεν έχουν τον ίδιο σωματότυπο, δεν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, δεν έχουν καμία σχέση ποδοσφαιρικά.
Δεν είναι καν ικανοποιητική εξήγηση το γεγονός ότι ο «Michu» είχε σκοράρει 18 γκολ τη χρονιά που αποφάσισε ο μικρός Έρλινγκ να τον λατρέψει. Είπαμε, κάποια πράγματα είναι δυσεξήγητα.
Ο Έρλινγκ Χάλαντ είναι η πρώτη ωμή και βίαιη περίπτωση ποδοσφαιριστή που μοιάζει ψηφιακά επεξεργασμένη, ο πρώτος υπερ-αθλητής που λανσάρει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Ο «Michu» είναι η αδιόρατη ισορροπία, το φάρμακο της ψυχής ενός παιδιού που στα 19 του έχει τον κόσμο στα πόδια του και περιχαρακώνεται από εκατοντάδες «πρέπει».
Ο άσημος Μιγκέλ Πέρεζ Κουέστα «Michu» είναι ένας ποδοσφαιριστής που αρνήθηκε ένα καλύτερο συμβόλαιο, αρνήθηκε το παλκοσένικο της Primera Division για να παραμείνει στη γενέτειρά του και να σώσει την ομάδα του, την Οβιέδο.
Ένας ποδοσφαιριστής αλλοτινών καιρών, που όταν ο σύλλογος που τον ανέδειξε το χρειάστηκε, έκοψε μια προσωπική επιταγή και πλήρωσε τους νεότερους συμπαίκτες του.
«Δεν με ενδιαφέρουν οι προβολείς και τα φώτα. Δεν με ενδιαφέρει το πρεστίζ της ομάδας. Θεωρώ σημαντικότερο το πνεύμα και την “ψυχή” της ομάδας. Πάνω απ’ όλα είναι η τιμή».
Για τον Έρλινγκ Χάλαντ που η «τιμή» έχει διαφορετική σημασία -πιθανότατα χωρίς την πλήρη συγκατάθεσή του- ο «Michu» είναι η ισορροπία της ψυχής του, η διέξοδος που είχε ανάγκη για την επίφαση ρομαντισμού σε αυτό που κάνει.
Τα είδωλα δεν είναι μόνο πρότυπα. Είναι και εξαγνιστικά, εξισορροπιστικά, άλλοθι για να μένει καθαρή η ψυχή μας.
Ο Χάλαντ θαυμάζει τον Μέσσι, λατρεύει τον Κριστιάνο, είχε την αφίσα του στον τοίχο του δωματίου του.
Εκείνον τον μαρκαδόρο όμως με τον οποίο έγραψε «Michu» στα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, δεν μπορεί να τον ξεχάσει ποτέ.
3. Κέβιν Ντε Μπρόινε και Μάικλ Όουεν
Μικρό παιδί, από την πρώτη εμφάνιση μπροστά σε κάμερα, ο Κέβιν Ντε Μπρόινε το έλεγε με καμάρι: «αγαπημένη μου ομάδα είναι η Λίβερπουλ, θέλω να μοιάσω στον Μάικλ Όουεν που είναι ο αγαπημένος μου παίκτης».
Ακόμα ήταν πιτσιρικάς, ελαφρύς και γρήγορος. Όπως όλα τα πιτσιρίκια ήθελε να παίζει μπροστά, στην επίθεση.
Μόνο κοινό στοιχείο με το σήμερα το ξανθό σαν στάχυ μαλλί στο κεφάλι του και αυτά τα κόκκινα μάγουλα που υποδηλώνουν φρεσκάδα και άριστη φυσική κατάσταση.
Ακαδημίες της Γκενκ, ο μικρός ζούσε σε ένα προάστιο της ανατολικής Φλάνδρας και κοιμόταν σε ένα κρεββάτι με το πλήρες σετ της Λίβερπουλ. Σεντόνια Λίβερπουλ, πάπλωμα Λίβερπουλ, αφίσες Λίβερπουλ.
Στη ντουλάπα του φόρμες της ομάδας, συλλογή από φανέλες, λογής memorabilia αραδιασμένα στο κομοδίνο.
Το πάθος για τους Reds το κόλλησε από τη μάνα του, μια γυναίκα γεννημένη στο Μπουρούντι αλλά μεγαλωμένη στο Λονδίνο.
Εκείνη με τη σειρά της από τον πατέρα της, που έζησε τη Λίβερπουλ στους καιρούς που εδραιώθηκε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, γιατί τα είδωλα μπορούν να είναι και «γραμμικά».
Σε περίοπτη θέση στο δωμάτιο του μικρού, η αγαπημένη του φανέλα, εκείνη που πρόσεχε σαν μονάκριβο φυλαχτό και τη φορούσε μόνο σε ειδικές περιστάσεις: η φανέλα του Μάικλ Όουεν.
Με τα χρόνια, η ίδια η ζωή οδήγησε τα πράγματα σε άλλους δρόμους, ο Ντε Μπρόινε άλλαξε, σκλήρυνε, σήμερα η Λίβερπουλ είναι ο εχθρός, ο άμεσος ανταγωνιστής που εποφθαλμιά τα τρόπαια της ομάδας του.
Ο Όουεν, όμως, ο παιδικός ήρωας, είναι πάντα εκεί. Άλλωστε είναι γνωστό ότι και ο Μάικλ μικρός υποστήριζε την Έβερτον, ότι άνηκε στους «απέναντι».
Κι εδώ, ποδοσφαιρικά, τα μεγέθη είναι μη συγκρίσιμα. Ένας ντελικάτος επιθετικός με έναν πολυσύνθετο μέσο έχουν λίγα κοινά.
Καθαρά πρόσωπα, λευκό δέρμα, μια έκφραση σχεδόν μελαγχολική. Αυτά ναι, τους συνδέουν, αλλά δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο που παρακολουθεί ποδόσφαιρο.
Και οι δυο έχουν αυτή τη σχεδόν λομπροζιανή αύρα, μια φιγούρα που θα έχρηζε ξεχωριστής ανάλυσης στην εγκληματολογική ανθρωπολογία.
Ποδοσφαιρικά μιλώντας, αντιμετώπισαν αμφότεροι το στίγμα του «υπερεκτιμημένου».
Ο Μάικλ Όουεν έζησε στο πετσί του όσο κανένας άλλος τη σκληρή πραγματικότητα της αποδόμησης. Όσο ψηλότερα φτάσεις, τόσο περισσότερο κρότο θα κάνεις πέφτοντας.
Ο Όουεν στα 21 του είχε φτάσει ήδη στη «Χρυσή Μπάλα». Είχε αφήσει ολόκληρο τον κόσμο με ανοικτό το στόμα μετά από «εκείνο» το γκολ με την Αργεντινή, μετά από εκείνη την σπάνιας ευφυΐας προσποίηση που προσωπικά μου έφερε κατά νου την αδιανόητη κίνηση του Πελέ στον Μαζούρκιεβιτς στο Μουντιάλ του Μεξικό το 1970.
Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή τον ερωτεύτηκε και ο Ντε Μπρόινε κι όταν πια το είδωλό του κατέκτησε και τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στην Premiership με τη φανέλα της Λίβερπουλ, ο έρωτας είχε γίνει αγάπη.
Ο Κέβιν δεν είχε την πορεία του προτύπου του, διάγει ήδη τα ώριμα χρόνια της καριέρας του και δεν έχει κερδίσει τίποτα σε διεθνές επίπεδο.
Από το 2012 που τον απέκτησε η Τσέλσι, στέλνοντάς τον αμέσως δανεικό στη Βρέμη, είχε διαφανεί ότι μιλάμε για φαινόμενο. Ο ίδιος με πίκρα λέει ότι αν δεν είχε φύγει δανεικός τότε, μπορεί έστω για ένα παιχνίδι, έστω για λίγα λεπτά, μπορεί να είχε τη δυνατότητα να βρεθεί στο χορτάρι με το είδωλό του. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα χαμένα ραντεβού της καριέρας του.
Ο Μάικλ ανταπέδωσε την αγάπη και τις φιλοφρονήσεις, όταν σε μια τηλεοπτική του εμφάνιση επέλεξε τον Κέβιν ως ιδανικό συμπαίκτη στο ποδόσφαιρο του σήμερα.
Αιτιολόγησε πολύ αγνά και ταπεινά: «Η ζωή παίζει όμορφα παιχνίδια. Κάποτε ήμουν ο αγαπημένος παίκτης του Κέβιν, σήμερα ο Κέβιν είναι ο δικός μου αγαπημένος».
Κάποιες φορές η σχέση με τα είδωλα είναι αμφίδρομη, η πορεία του καθενός δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένη.
Ένας παλιός πρωταθλητής που γνώρισε και τις δυο όψεις του νομίσματος διαισθάνεται πολύ πιο εύκολα τους κινδύνους στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Το μεγαλείο έγκειται στο να γνωρίζει πότε πρέπει να προστατεύει εκείνους που κάποτε τον λάτρεψαν.
4. Μάρκους Ράσφορντ και Τιμ Χάουαρντ
Ενθουσιασμοί, απογοητεύσεις και οξύμωρα. Η ζωή μας είναι γεμάτη.
Για τον Μάρκους Ράσφορντ δεν ήταν διόλου οξύμωρο να επιλέξει έναν τερματοφύλακα ως πρότυπο. «Μην εκπλήσσεστε. Την ίδια ανατριχίλα που νιώθεις όταν τη στέλνεις στο πλεχτό αισθάνεσαι και όταν ο τερματοφύλακας σού στερεί τη χαρά ενός γκολ».
Είναι βαθιά φιλοσοφημένη η άποψη του Ράσφορντ.
Αστειευόμενος λέει ότι μέχρι το πέρας της καριέρας του θα ήθελε όσο τίποτ’ άλλο να παίξει τερματοφύλακας.
Πρόλαβε κι έσφιξε το χέρι του Τιμ παρά τα δεκαοκτώ χρόνια διαφοράς που τους χωρίζουν. Ήταν ένα ματς στις 3 Απριλίου του 2016, στο Old Trafford. Ο Μάρκους βασικός στη Γιουνάιτεντ, ο Τιμ στον πάγκο της Έβερτον.
Ο Ράσφορντ πρόλαβε να του διηγηθεί στα πεταχτά μια ωραία ιστορία. Ήταν 11 χρονών όταν έγραψε ένα γράμμα στους γονείς του με τα όνειρά του: «Θέλω να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ιδανικά θα ήθελα να φορέσω τη φανέλα της ομάδας μου, της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ».
Ο Τιμ στην τριετία (2003-2006) που υπερασπίστηκε την εστία της Μάντσεστερ στο θέατρο των ονείρων, πρόλαβε να μπει στο πετσί του μικρού.
Τι δουλειά έχει ένας τύπος που έρχεται από το MLS και δεν είναι καν προβεβλημένος ποδοσφαιριστής να επηρεάζει τη ζωή ενός πιτσιρικά;
Ο Ράσφορντ γεννήθηκε στο Μάντσεστερ, από τα 8 του είναι στις ακαδημίες της, αλλοίμονο αν δεν έχει δει παικταράδες και αστέρες. Κι όμως, η καρδιά είπε Χάουαρντ.
Ίσως επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουμε την ανάγκη να υποστηρίζουμε τα underdogs, ίσως επειδή το σωστό παραμύθι θέλει το αουτσάιντερ να κερδίζει τη μάχη.
Η κριτική που είχε δεχθεί ο Χάουαρντ τον καιρό που υπερασπιζόταν την εστία των Red Devils πολλές φορές υπερέβαινε τα εσκαμμένα. Ήταν άδικη, πολλές φορές στοχευμένη για να αποφύγουν οι «παλιοσειρές» δυσάρεστες καταστάσεις. Ο μικρός Μάρκους, χωρίς να το ξέρει, υπερασπίστηκε τον εαυτό του όταν τσακωνόταν με τα υπόλοιπα παιδιά που αποκαλούσαν υπεύθυνο και ανεπαρκή τον τερματοφύλακα της ομάδας.
Έζησε και ζει την ίδια κατάσταση. Είναι «λίγος», «δεν κάνει», «η ομάδα χρειάζεται κάτι άλλο».
Το κισμέτ του επιφύλαξε μια ευχάριστη έκπληξη τον καιρό που ο Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ κλήθηκε να αναλάβει σαν υπηρεσιακός την παρακμάζουσα Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Καλεσμένος σε μια ειδική εκπομπή στη βρετανική τηλεόραση, ο Τιμ Χάουαρντ ρωτήθηκε για το rebuilding της πρώην ομάδας του.
«Για μένα ο Όλε πρέπει να ξεκινήσει από δυο σταθερές για να χτίσει μια καλή ομάδα: τον Πογκμπά και τον Ράσφορντ».
Ο Μάρκους χαμογέλασε. Αυτό ήταν καλύτερο κι από το πιο πλουσιοπάροχο συμβόλαιο της ομάδας.
5. Κιλιάν Εμπαπέ και Ζινεντίν Ζιντάν
«Είναι ο άνθρωπος που με έκανε να αγαπήσω το ποδόσφαιρο. Η απόδειξη ότι με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά φτάνεις στην κορυφή του κόσμου απ’ όπου κι αν προέρχεσαι».
Εδώ το πράγμα ξεφεύγει από όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Σήμερα το είδωλο του Κιλιάν είναι ο προπονητής της ομάδας που θα κάνει τα πάντα για να τον εντάξει στο δυναμικό της. Ανεξαρτήτως κόστους.
Αμφότεροι παιδιά των γκέτο, «banlieue» το έχουν εξευγενίσει οι Γάλλοι. Παιδιά της περιφέρειας, των κακόφημων προαστίων.
Το Castellane του Ζιζού είναι ένα προάστιο στο περιθώριο, μια γειτονιά που στιγματίζει, με πολυώροφα κτίρια γεμάτα πρόσφυγες από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Αλγερίας.
Το Bondy του Κιλιάν είναι στο Saint-Denis, δύσκολα προσβάσιμο και μόνον μετά από μακρά διαδρομή στους περιφερειακούς δρόμους (RER) στο Παρίσι.
Και στα δυο προάστια σήμερα που μιλάμε, δεσπόζουν γκράφιτι των δυο, θαρρείς και η κάθε περιοχή έχει το δικό της προστάτη, το δικό της μοντέλο για τους πιτσιρικάδες που είναι προγραμματισμένοι να μεγαλώσουν αγγίζοντας ή υιοθετώντας την παρανομία.
Με τη διαφορά μιας εικοσαετίας, αμφότεροι κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Κιλιάν σαν ανερχόμενο αστέρι του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ο Ζινεντίν ως ο απόλυτος ηγέτης.
Έξι μήνες μετά τις κεφαλιές του Ζιζού που έφεραν τη μεγαλύτερη γιορτή στο Champs-Elysées, γεννήθηκε ο Εμπαπέ. Δεν έζησε την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου, δεν μετείχε στους πανηγυρισμούς, δεν γνώρισε τη φρενίτιδα και τη μανία για τον Γαλλο-Αλγερινό που ξεκίνησε μετά από εκείνη την εμφάνιση στον τελικό με τη Βραζιλία. Για τον Εμπαπέ ήταν ένας μύθος, ένα σημείο αναφοράς για όλους εκείνους που ακολούθησαν.
Πολλές φορές ο μύθος είναι προτιμότερος από μια ζώσα ανάμνηση. Συνήθως ο χρόνος βοηθάει και αφήνουμε πίσω τις αρνητικές αναμνήσεις, κρατάμε μόνο τις θετικές.
Ο Ζιντάν από πολύ νεαρός έμοιαζε με γέρο σοφό. Βοηθούσε το σοβαρό παρουσιαστικό, τα λίγα μαλλιά στο κεφάλι, η ισορροπία μέσα και έξω από το γήπεδο. Ο Κιλιάν είναι στον αντίποδα, εκφράζει το σφρίγος και την εκρηκτικότητα της νιότης, έρχεται με τη νεανική άγνοια να συμπληρώσει τη χάρη.
Ο Ζινεντίν Ζιντάν χόρευε στο χόρτο, πολλές φορές έδινε την εντύπωση στο θεατή ότι ίπταται και παραμένει μετέωρος στη δική του κατακόρυφη διάσταση.
Ο Εμπαπέ είναι ένα σύμβολο δύναμης, ένα αγρίμι που οργώνει ολόκληρο το γήπεδο οριζόντια αναπτύσσοντας τρομακτικές ταχύτητες και με τη μπάλα και χωρίς αυτήν.
Μια ιστορία που λίγοι γνωρίζουν, είναι ότι ο Κιλιάν στα 14 του επισκέφτηκε το προπονητικό κέντρο της Ρεάλ στη Μαδρίτη. Για καλή του τύχη, εκείνον τον καιρό η διοίκηση της Ρεάλ είχε επιλέξει τον Ζιντάν ως υπεύθυνο ακαδημιών και ήταν εκείνος που μίλησε σε εκείνα τα παιδιά-επισκέπτες.
Ο Κιλιάν δεν πρόλαβε να ψελλίσει πολλά, ο Ζιζού όμως διέκρινε αυτό που κάποιους μήνες αργότερα μετέφερε στη διοίκηση της Ρεάλ: «Αυτό το παιδί θα κάνει θαύματα, πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να τον φέρουμε στη Μαδρίτη».
Οι Ισπανοί λογίζουν τους Γάλλους σαν άκρατους εθνικιστές. Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο. Στην προκειμένη περίπτωση το παιδί δεν κατέληξε στη Μαδρίτη, η ιστορία του είναι γνωστή. Μέσα του όμως κράτησε και τη γνωριμία με το είδωλό του και μεγαλώνοντας περιέπλεξε την ιστορία με τρόπο αρκετά φιλοσοφημένο.
Γάλλοι δεύτερης γενιάς και οι δυο, ο ένας γεννήθηκε στο γκέτο της Μασσαλίας, καρπός Αλγερινών από την Καβυλία, ο άλλος στα περίχωρα του Παρισιού, με πατέρα Καμερουνέζο και μητέρα Αλγερινή.
Κανείς δεν ξέρει αν στο μέλλον οι δρόμοι τους θα συναντηθούν, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει εάν αυτή η ενδεχόμενη συνεργασία θα αποβεί επιτυχημένη και για τους δυο.
Είναι όπως με τα είδωλα. Η αφετηρία είναι ο θαυμασμός για το είδωλο, γιατί δίχως το θαυμασμό το είδωλο παύει να είναι τέτοιο.
Αντιστρέψτε την αλληλουχία και θα καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι το είδωλο έχει περισσότερη ανάγκη το θαυμαστή, απ’ ότι ο θαυμαστής το είδωλο.
Και τούτο διότι κάποια στιγμή βγαίνουμε από την ηλικία της αγνότητας, της αφέλειας, του ιδανικού κόσμου.
Και γινόμαστε εμείς είδωλα του εαυτού μας.